βελτίω

βελτίω
βελτί̱ω , βελτίων
better: neut acc comp pl
βελτί̱ω , βελτίων
better: neut nom comp pl
βελτί̱ω , βελτίων
better: masc /fem acc comp sg
βελτιόω
improue: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic )
βελτιόω
improue: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βελτίω — βελτί̱ω , βελτίων better neut acc comp pl βελτί̱ω , βελτίων better neut nom comp pl βελτί̱ω , βελτίων better masc/fem acc comp sg βελτιόω improue pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βελτιόω improue imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PICENUM — Picentium regio, qui Umbris et Sabinis ab ortu Solis proximi fuerunt. Dicitur et Picenus ager, vocabulô adiectivô: quod etiam in aliis rebus ad hoc solum pertinentibus usurpârunt veteres Romani. Horat. l. 2. Sat. 3. v. 272. Picenis excerpens… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • βελτίωση — η (AM βελτίωσις) [βελτιώ ( ώνω)] το να καλυτερεύει κανείς κάτι ή να καλυτερεύει ο ίδιος, η καλυτέρευση νεοελλ. φρ. 1. «βελτίωση γενετική» σύνολο διαδικασιών με αντικείμενο τη βελτίωση του κληρονομικού δυναμικού των ατόμων ενός ζωικού πληθυσμού 2 …   Dictionary of Greek

  • βελτιωτικός — ή, ό (AM βελτιωτικός, ή, όν) [βελτιώ] αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι καλύτερο …   Dictionary of Greek

  • βελτιώνω — (AM βελτιῶ, όω) [βελτίων] καθιστώ κάποιον ή κάτι καλύτερο, καλυτερεύω …   Dictionary of Greek

  • μεταδοκώ — μεταδοκῶ, έω (Α) [δοκώ] (συν. απρόσ.) αλλάζω γνώμη, μετανιώνω (α. «δείσασα μή σφι μεταδόξῃ», Ηρόδ. β. «μετέδοξέ σοι ταῡτα βελτίω εἶναι», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • προσεμβιβάζω — Μ [ἐμβιβάζω] 1. εισάγω κάτι μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως 2. μτφ. εξηγούμαι επιπροσθέτως («ἐπὶ τὰ βελτίω διαδεικνὺς καὶ προσεμβιβάζων», Χούμν. Ν.) …   Dictionary of Greek

  • συμβελτιούμαι — όομαι, Μ βελτιώνομαι κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βελτιῶ (< βελτίων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”